ακρόπους

ακρόπους
ἀκρόπους (-οδος), ο (Α)
το άκρο τού ποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πούς
η λ. αντί τού ἄκρος πούς, πρβλ. και ἀκρόχειρ.
ΠΑΡ. ἀκροπόδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀκρόπους — extremity of leg masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροπόδων — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόποδες — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόποδι — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόποδος — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρόποσιν — ἀκρόπους extremity of leg masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόχειρ — ἀκρόχειρ ( χειρος), ο (Α) 1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω 2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ μεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους] …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”